Sunday 18 August 2013

Κείμενο Νίκου Παπαγεωργίου


Αναμνήσεις και σκέψεις του Νικόλαου Παπαγεωργίου, συνταξιούχου ναυτικού και λογοτέχνη, για τον Όρμο Μαραθοκάμπου, τα καϊκια που ναυπηγήθηκαν στον ταρσανά και την ομορφιά της θάλασσας και της Σάμου:

«Γεια σου μάνα»,
ακούστηκε η φωνή του ναύτη από την κουπαστή. «Γεια σου και σένα Ανάσταση» ήταν η φωνή της Γερόντισσας κυρα Βαγγελιώς που ακουμπισμένη στην άκρη του ταρσανά χάζευε την τελετή του Αγιασμού της όμορφης Γαλέρας. Πλήθος κόσμου και ο γέροντας της Εκκλησίας με το Βασιλικό και το Σταυρό στο χέρι ράντισε το ποδόσταμο και έψαλε την ευχή. Ήταν εκεί και η μικρή Αγνή και έσπασε τη Σαμπάνια έτσι για τα καλορίζικα. «Μόλα όλα  φωνάζει ο καπετάνιος και ο Μαστροσταύρος σήκωσε το σκεπάρνι του κι έκοψε το Σόκαμο. Και η έμορφη Γαλέρα πήρε ζωή πάνω στα βάζα, γλυστρώντας τα φαλάγκια έκοβε με την πρύμνη της τον παρθενικό της υμένα με το υγρό στοιχείο της θάλασσας. Πολλά τα χειροκροτήματα κάτω στο κυμοθάλασσο. Άλλες τόσες και οι ευχές. Άντε και καλά ταξίδια ήταν μια φωνή από χίλια στόματα που δεν κρύφτηκε η χαρά του δέους για το όμορφο αυτό σκαρί που έπλεε πάνω στο απαλό γαλάζιο αυτής της μπουνάτσας.

 Ένα άκομη θαύμα της τέχνης του ταρσανά έχει τελειώσει και ο Γερομαστροσταύρος ο πρωτομάστορας έβγαλε το μαντήλι του, σκούπισε τον ιδρώτα του, πήρε μια ανάσα για το κουρασμένο του κορμί μόλις που κατάφερε να ψελλίσει μπράβο παιδιά τα καταφέραμε, ήταν ένα ευχάριστο για τους δικούς του ανθρώπους κι έκατσε στην καρέκλα. Μπράβο και σένα παππού ήταν η φωνή του Δημητράκη και ο γέρος χαμογελώντας του χάιδεψε τα μαλλιά. Ένα απαλό κουδούνισμα ακούστηκε. "Σταμπάγιο" ήταν η εντολή του καπετάνιου στο μηχανοστάσιο. Και ένας μουντός θόρυβος με μαύρο καπνό στην Τσιμινιέρα ήταν το μπρος της προπέλας και η όμορφη γαλέρα έβαλε πλώρη γοργά και χάνονταν μακριά απο τις ακτές και του κόσμου τα μάτια με τα ολόλευκα πανιά λες και ήταν ο κύκνος του πελάγους που απεγνωσμένα γύρευε την άλλη στεριά και ο ναύτης ήταν εκεί στην κουπαστή να αγναντεύει βαθιά στον ορίζοντα.
 

Και εγώ καθισμένος πάνω στην πίντα στο μικρό λιμάνι άφησα το βλέμμα μου να θωρεί το ηλιοβασίλεμα που ένα μπόι πάνω από το Κάτεργο του Ελεήμονα έριχνε σιγά σιγά τη βουτιά του και κείνα τα βουνά ψηλά και παραπονεμένα χάνονταν βαθιά στο σκοτάδι μέχρι το ξημέρωμα της επόμενης αυγής. Και εκεί σιμά μου κάτω στο γιαλό είδα τη μαύρη σιλουέτα της Γερόντισας κυρά Βαγγελιώς κουνώντας το μαντήλι της και με απεγνωσμένη προσπάθεια ψιθύρισε: Γεια σου Αναστάση". Είχε έναν ακόμη γιο που χάθηκε στα ξένα και ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. Χωρίς να χάσω καιρό την πιάνω απαλά από το μπράτσο και ένωσα και εγώ το ίδιο σφίξιμο στην καρδιά με τον δικό της πόνο. Έλα πάμε να ξαπλώσεις και έγειρε στην αγκαλιά μου κοιτάζοντας με στα μάτια, μου ψιθύρισε δεν βαστιέται η ρημάδα η ξενιτιά, μου λείπουν δύο παιδιά και λιποθύμισε.
Σηκώνοντας την στα χέρια μου έσειρες τα πόδια μου μέχρι το φτωχικό της και την ακούμπισα στο κρεβάτι. Συνήλθε για λιγο με κοίταξε στα μάτια σφίγγοντας μου το χέρι απαλά και αποκοιμήθηκε.

 Κι εγώ γυρνώντας κάτω στην πίντα στο μικρό λιμάνι άναψα το τελευταίο μου τσιγάρο τραβόντας μια ρουφηξιά βλέποντας το καπνό να ανεμίζει. Και η σκέψη του μυαλού μου ήταν εκεί στην κουπαστή και ο ναύτης ήταν και αυτός εκεί να αγναντεύει απο τη βαρδιόλα βαθιά στον ορίζοντα.
Αυτά μου τα γραμμένα ήταν τα γραφτά της ιστορίας και της παράδοσης σε τούτο το μικρό μας χωριό όπου η τέχνη του ταρσανά και η μαεστρία στο γύφτικο σκεπάρνι ήταν ο αγώνας ο μόχθος και η κούραση για τα δικά μας κιλά που πήραμε μέσα απο την κούνια μας κι εγώ μου με αυτό το γράμμα λέω ένα ευχαριστώ. Ένα ευχαριστώ λοιπόν για όλους εσάς που κοιμάστε που θα είστε για πάντα μες στην καρδιά μας.


Γέννημα θρέμμα και ο τελευταίος γόνος οκταμελούς οικογένειας έζησα κι εγώ στα μικρά μου χρόνια περιμένοντας το ηλιοβασίλεμα να ανοίξει η πόρτα για να δω τον πατέρα μου που κατάκοπος δεν ξεχνούσε ποτέ να μου φέρει χαλβά, ήταν λίγα τα κιλά μου και μικρά τα χρόνια μου για να καταλάβω και όλο ρωτούσα τη μάνα μου πότε θα’ ρθει ο πατέρας, την απάντηση την πήρα μόνος μου. Σιγά σιγά μεγαλώνοντας που κατάλαβα ότι αυτό ήταν το μεροκάματο. Νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ και πάει λέγοντας
:

Ακόμα γράφω, γράφω για κείνα τα γερά σκαριά που τα’ ριχναν στη Σάλα. Άνθρωποι αγράμματοι με τόλμη και μεράκι έκαναν το σταυρό τους και γινόταν το θαύμα, όμορφα τρεχαντήρια, υπέροχα καραβόσκαρα και Λίμπερτι. Μόλις που θυμάμαι για ενα όμορφο γερό σκαρί.  Πήρε φωτιά στον Ταρσανά και κείνο σιμά το χάϊδευαν οι φλόγες. Όμως η φλόγα η δικιά μας ήταν θεριό, και πάλεψαν μικροί και μεγάλοι, δώσαμε τη μάχη. Θέλαμε να σωθεί και κείνο σώθηκε με προστάτη τον Άη Νικόλα που πήρα και τ’όνομά του αυτό το υπέροχο πέραμα έσχιζε τις θάλασσες. Δέρνονταν με τα κύματα κάνοντας τα ταξίδια του μέχρι τα βαθιά του γηρατειά. Όλα ήταν όμορφα σκαριά και ευλογημένα. Το λέω αυτό με σιγουριά γιατί μικρός θυμάμαι για το Άγιος Νικόλαος, ένα υπέροχο καραβόσκαρο. Γερό σκαρί που πάλεψε και έδωσε τη μάχη με το κύμα και βγήκε νικητής και τα κατάφερε να φτάσει σιμά στην στεριά το’ λεγε το σκαρί του μα δεν άντεξε το κουφάρι του το βαρύ φορτίο. Ανεμοδαρμένο με τη λυσσασμένη θάλασσα έχανε τον πόλεμο. «Άντε μωρέ φυγετε ειπε στους δικούς μας ανθρώπους κι εκείνοι έφυγαν".


Μπερδεμένα συναισθήματα και δίψα για ζωή. Άντρες που το έλεγε η καρδιά τους είχαν γίνει ένα με το κύμα μες στην μικρή τους βάρκα. «Άιντε μωρέ» ήταν η φωνή του μπάρμπαΑντώνη που στο πρόσωπο του κυλούσε ο ιδρώτας και το αγιάζι του σκληρού βοριά. «Καντε κουραγιο». Δύο κύματα από τη στεριά το τρίτο τους πέταξε στα βράχια. Σώθηκαν οκτώ ψυχές τις διπλανής μας πόρτας και κείνο έγειρε και κοιμάται ακόμα κάτω στα βαθιά νερά πάνω στην Αλόνησο. Γράφω για σένα μικρέ μου φίλε που κάποτε στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα ήμουνα ένας από τους καρπούς που η φύση έσπειρε στο μικρό μας Όρμο ένα βήμα μετά τον τελευταίο θηλασμό και άλλο ένα ήταν αρκετά για να τρέχουμε κάτω στο κυμοθαλάσσο παίζοντας με τα φύκια και τα ροκανίδια και τις πελεκούδες.  Μόνο που γυρνώντας στο σπίτι αργά το βράδυ μεγάλη η καταιγίδα της μάνας η παντόφλα τράβηγμα το αυτί και άστα να πάνε. Δεν ξέρω μόνο αν ήταν η αν είναι τώρα καλά ξέρω ότι ήταν χρόνια πιο καλά.

Πάντα με απασχολούσε το μακρύ παντελόνι να ξεφύγω από αυτό που λέμε οτι είσαι μικρός. Βιαζόμουν να φτάσω πού. Γοργά φύσηξε η αύρα της θαλάσσας θυμάμαι. Και όλη εκείνη η δικιά μας γενιά έβαλε πλώρη και άνοιξαν πανιά. Με μια βαλίτσα στο χέρι για το χέρι για το ταξίδι της ξενιτιάς. «Γειά σου μάνα». Και ο πόνος και  η θλίψη του χωρισμού ήταν ζωγραφισμένος στα πρόσωπα μας. Άντε και καλά ταξίδια καλή επάνοδο και ένα πιάτο στο τραπέζι έμεινε άδειο. Μόνο που κάτι πιάτα δεν ξαναγέμισαν ποτέ. Τα πλάνεψε η θάλασσα. Τα πήρε μες στην παγωμένη αγκαλιά της.


Ακόμα γράφω. Λίγα μέτρα μακριά από δω πολύ κοντά, δίπλα στην παραδοσιακή ταβέρνα του Λεκάτη πάνω στην προκυμαία είναι ριζωμένο το μαρμαρένιο του Άγνωστου Ναύτη. Μωρέ που εγώ περνώ και δεν ξεχνώ τοί φιλο μου τον Νώντα, το Δημήτρη, το Γιώργο, το Νικόλα, το Βασίλη και τόσοι άλλοι. Οι γνωστοί -άγνωστοι, τα δικά μας παιδιά στη μικρή μας παρέα. Ας είναι ελαφρύ και ζεστό το κύμα και μια τρυφερή αγκαλιά στη σκέψη του μυαλού μας. Βρε παιδιά απ τη Σάμο είμαι και είμαι περήφανος για αυτό. Ένα νησί πανέμορφο στο κεντροανατολικό Αιγαίο παράκτιο. Ξαπλωμένο πάνω στα γαλάζια νερά σε σχήμα λαγού και ευλογημένο όμορφο τοπίο, καθαρές παραλίες και κείνα τα βουνά ψηλά που νωρίς το πρωί σου’ ρχεται τα μούτρα το αγιάζι του βοριά και η μυρωδιά από πεύκο και θυμάρι σου δροσίζουν τα σωθικά. Είναι μωρέ και μια μεριά που δεν θέλω να βλέπω. Μαυρισμένο τοπίο, μαυρισμένη και η καρδιά μας. Κάποτε σε μια ελληνική ταινία ένας συμπαθητικός ηθοποιός φώναζε όχι άλλο κάρβουνο και εγώ μωρέ μ’αυτό μου το γράμμα σου λέω όχι άλλο κάρβουνο στο Φτεριά στον Κέρκη στον Καρβούνη. 


Σάμο σ’αγαπώ, γιατί κάθε πλευρά σου που καίνε εσύ βουλώνεις τις πληγές σου και ένα άλλο τοπίο μας πετάς στα μουτρα πιο δυνατα. Αχ βρε Σάμο να’σαι πάντα καλά. Σαν όνειρο θυμάμαι στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα όταν η λάμπα του πετρελαίου ημέρευε το σκοτάδι το βράδυ στο σπίτι. Και άναψαν τα φώτα στα Βοτσαλάκια. Όμορφα ήταν όταν τρέχαμε κάτω στο μικρό λιμάνι να δούμε  από μακριά στην παραλία το ηλεκτρικό ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τα δικά μας μάτια .Ένα αμούστακο παιδί ήταν η ιδέα ο μικρός Βαγγέλης με το γραφικό του ταβερνάκι κάτω σην ακρογιαλιά. Ανοικτόμυαλος και προκομένος ήταν η στροφή που σιγά σιγά έγινε ο τόπος μας ενα πανέμορφο τουριστικό θέρετρο με τα πολύ καλά ξενοδοχεία. Καθαρές παραλίες υπέροχες ταβέρνες και όλος ο κόσμος καταδεκτικός και μια ζεστή αγκαλιά σε κάνουν να περνάς αξέχαστες διακοπές. Κακός φίλος ο χρόνος φίλη μου τα χρόνια πέρασαν κυλάει η ζωή σα γρήγορο ποτάμι και μεγαλώσαμε μέσα στο άγχος τη φτώχια και την κούραση και όλα κείνα τα παιδικά όνειρα, άλλα έγιναν ή άλλα πήγαιναν στράφι. Έτσι είναι, ένας αγώνας στη ραγδαία εξέλιξη που η δική μας ταυτότητα γεννιέται μεγαλώνει και χάνεται σαν το πέρασμα του ανέμου και μένει η ανάμνηση για τον καθένα από μας.

Όμορφη βράδια και απόψε. Σάββατο και το σούρουπο σιγά σιγά θα πάρει τη θέση του και εγώ καθισμένος κάτω στη πίντα στο μικρό λιμανι μ’ ένα τσιγάρο μισοσβισμένο και κάτω απ’ τα πόδια μου στα γαλανά νερά μικρά ψαράκια χοροπηδάνε σκαλίζοντας για την επιβίωση και χαμογέλασα. Τράβηξα μια ρουφηξιά από το μισοσβησμένο μου τσιγάρο και χίλιες σκέψεις μου’ ρθαν στο μυαλό. Πέρασε ο καιρός και άλλαξε το τοπίο μια σκορπισμένη πολιτεία έγινε ο μικρός μας Όρμος. Φώτα, δρόμοι, σπίτια και αρκετά ξενοδοχεία και ο κόσμος στο δρόμο κουρασμένος για μια κατάσταση που δεν ξέρω αν θα βγει πουθενά. Ενα ψαροκάϊκο τρεχαντήρι έβαλε πλώρη για τα ανοιχτά που με την προπέλα του τάραξε τα γαλανά νερά αυτής της μπουνάτσας πέρασε η ώρα και γω καθισμένος πάνω στην πίντα στο μικρό λιμάνι άφησα το βλέμμα μου στο απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου που ο ουρανός και η θάλασσα έχουν την ίδια απόχρωση.

Πάει κι αυτή η μέρα μωρέ είπα μέσα μου που βλέποντας τον ήλιο πάνω από το κάτεργο του Ελεήμονα και κείνα τα βουνά θα χανόταν ξανά στο σκοτάδι και μένα σκέψη του μυαλού μου θα’ ναι πάντα εκεί στην κουπαστή και ο ναύτης εκεί στην κουπαστή να αγναντεύει απ’τη βαρδιόλα βαθιά στον ορίζοντα. Άντε και καλά ταξίδια είπα κι έσειρα τα πόδια μου.

No comments:

Post a Comment